- φερμάρω
- Ν1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ4. (το β' εν. προστ.) φέρμα(ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ![ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ, κρατώ» (πρβλ. τη φρ. fermare l' attenzione «παρατηρώ με προσοχή»)].
Dictionary of Greek. 2013.