φερμάρω

φερμάρω
Ν
1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ
2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω
3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ
4. (το β' εν. προστ.) φέρμα
(ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ!
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ, κρατώ» (πρβλ. τη φρ. fermare l' attenzione «παρατηρώ με προσοχή»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φερμάρω — (λ. ιταλ.), φερμάρισα και φέρμαρα 1. παρατηρώ κάτι με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σταθερά σε κάτι ή σε κάποιον, το(ν) ατενίζω. 2. ενεδρεύω, καραδοκώ, παραφυλάω: Τον φερμάρανε στο σταυροδρόμι και τον ληστέψανε. 3. κάνω να σταματήσει κάτι που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Ιωάννου. * * * (I) Ν (β εν. πρόσ. προστ.) βλ. φερμάρω. (II) το, ΝΑ [φέρω] 1. ο καρπός τής κοιλιάς, το έμβρυο 2. ο καρπός τής γης …   Dictionary of Greek

  • φερμάρισμα — το, Ν [φερμάρω] 1. προσήλωση τού βλέμματος πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, ιχνηλασία 2. φρενάρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”